Ένας τύπος πεθαίνει και πάει έξω από τον Παράδεισο, όπου περιμένει τον Άγιο Πέτρο να ελέγξει το βιβλίο του για να δει αν αξίζει να τον βάλει μέσα. Μετά από λίγο, του λέει.
- Κοιτά, εδώ δεν βλέπω να έχεις κάνει τίποτα κακό στη ζωή σου, αλλά από την άλλη δεν βλέπω και τίποτα καλό. Αν μου πεις έστω μια καλή πράξη που έχεις κάνει, θα σε βάλω μέσα.
Ο μακαρίτης σκέφτεται λίγο και του λέει.
- Να, μια νύχτα γύρναγα σπίτι μου αργά, και πέρναγα από μια κακόφημη γειτονιά. Ξαφνικά, είδα μια συμμορία να έχει στριμώξει μια όμορφη γυναίκα σε ένα σοκάκι, με άγριες διαθέσεις. Αμέσως σταμάτησα το αμάξι μου και βγήκα έξω, οπλισμένος με τον λεβιέ που κλειδώνω το τιμόνι. Αφήστε ήσυχη την γυναίκα, αλλιώς θα σας μάθω την έννοια του πόνου, τους φώναξα και έτρεξα προς το μέρος τους κραδαίνοντας τον λεβιέ. Η συμμορία -περίπου 10 άτομα- ανοίξανε και με περικυκλώσανε. Εγώ προχώρησα με τσαμπουκά ίσια στον αρχηγό τους -έναν γορίλα πάνω από 2 μέτρα, τριχωτό και γεμάτο μυς με ένα σκουλαρίκι στ' αυτί, και ένα στην μύτη, ενωμένα με μια αλυσίδα- άπλωσα το χέρι μου και τράβηξα την αλυσίδα και την έκοψα.
- Αλήθεια; Ρωτά ο άγιος. Και πότε έγινε αυτό;
- Α, πριν 10 λεπτά...